- βράζομαι
- βράζομαι, βράστηκα, βρασμένος βλ. πίν. 36——————Σημειώσεις:βράζομαι : επειδή το βράζω έχει και ενεργητική και παθητική αξία (→ υποβάλλω σε βρασμό ή υφίσταμαι βρασμό), σπάνια χρησιμοποιείται η παθητική φωνή (εκτός από τη μτχ. βρασμένος) και κυρίως με την έννοια → υφίσταμαι βρασμό από κάποιον (το μπιμπερό πρέπει να βράζεται πριν δοθεί στο μωρό).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.